- μπουνάτσα
- και μπονάτσα, ηνηνεμία, άπνοια, γαλήνη, ιδίως τής θάλασσας.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. bonazza «καλοσύνη»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπουνάτσα — μπουνάτσα, η και μπονάτσα, η (λ. ιταλ.), γαλήνη της θάλασσας, νηνεμία: Βγήκαμε για βαρκάδα με μπουνάτσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπουνατσάρω — [μπουνάτσα] (ως απρόσ.) μπουνατσάρει γίνεται μπουνάτσα, γαληνεύει η θάλασσα … Dictionary of Greek
άπνοια — Απόλυτη νηνεμία, έλλειψη κάθε πνοής ανέμου, το μηδέν κάθε ανεμομετρικής κλίμακας. Η απόλυτη γαλήνη στην επιφάνεια της θάλασσας απαιτεί αναγκαστικά έλλειψη κάθε πνοής ανέμου πάνω από αυτήν. Toαντίστροφο όμως δεν αληθεύει πάντοτε, γιατί με ά. δεν… … Dictionary of Greek
αθαλασσιά — η ηρεμία, γαλήνη θάλασσας, μπουνάτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + θάλασσα] … Dictionary of Greek
μπονάτσα — η βλ. μπουνάτσα … Dictionary of Greek
νηνεμία — η (Α νηνεμία και ιων. τ. νηνεμίη) [νήνεμος] έλλειψη ανέμου, καιρική κατάσταση κατά την οποία δεν πνέει κανένας άνεμος, άπνοια, μπουνάτσα («μὴ ἐν νηνεμίᾳ ἀλλ ἐν μεγάλαῳ τινὶ πνεύματι», Πλάτ.) νεοελλ. μτφ. ψυχική ηρεμία, γαλήνη … Dictionary of Greek
νηνεμοποιός — νηνεμοποιός, όν (Μ) αυτός που προκαλεί νηνεμία, που φέρνει μπουνάτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νηνεμία + ποιός*] … Dictionary of Greek
γαλήνη — η 1. η ηρεμία, η μπουνάτσα, η νηνεμία: Είχε γαλήνη και κάναμε βαρκάδα. 2. μτφ., η ησυχία, η αταραξία, η πραότητα: Ύστερα απ’ αυτόν τον καβγά διαταράχτηκε η ψυχική μου γαλήνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπονάτσα — μπονάτσα, η μπουνάτσα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)